- ενθυμηματικός
- η , όν1) относящийся к размышлению, воспоминанию; 2) памятный (о подарке и т. п.); 3) лог. использующий в речи энтимемы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐνθυμηματικός — determined masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμηματικός — ή, ό (Α ἐνθυμηματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενθύμημα αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από ενθυμήματα («εἰσὶν γὰρ αἱ μὲν παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι, αἱ δὲ ἐνθυμηματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του… … Dictionary of Greek
ἐνθυμηματικά — ἐνθυμηματικός determined neut nom/voc/acc pl ἐνθυμηματικά̱ , ἐνθυμηματικός determined fem nom/voc/acc dual ἐνθυμηματικά̱ , ἐνθυμηματικός determined fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικώτερον — ἐνθυμηματικός determined adverbial comp ἐνθυμηματικός determined masc acc comp sg ἐνθυμηματικός determined neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικῶν — ἐνθυμηματικός determined fem gen pl ἐνθυμηματικός determined masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικόν — ἐνθυμηματικός determined masc acc sg ἐνθυμηματικός determined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικαῖς — ἐνθυμηματικός determined fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικαί — ἐνθυμηματικός determined fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικοί — ἐνθυμηματικός determined masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικοῦ — ἐνθυμηματικός determined masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμηματικούς — ἐνθυμηματικός determined masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)